Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

στέκομαι στη

  • 1 σειρά

    η
    1) ряд, линия; шеренга (в строю);

    στην πρώτη σειρά — в первом ряду;

    σειρά αριθμών — ряд чисел;

    σειρ δωματίων — анфилада комнат;

    2) перен. ряд, цепь; вереница (чего-л.);

    σειρά γεγονότων — цепь событий;

    3) ряд, серия;

    μακράν σειρά — длинный ряд, целая серия;

    έγραψε σειρά άρθρων — он написал серию статей;

    πλήρης σειρά τού εγκυκλοπαιδικού λεξικού — полный комплект энциклопедического словаря;

    σειρά ερωτήσεων — ряд вопросов;

    σειρά μαθημάτων — учебный курс;

    σειρά παραδόσεων — курс лекций;

    κατασκευή κατά σειρές — серийное производство;

    4) строка, строчка;
    5) очередь; очерёдность, порядок;

    αλφαβητική σειρά — алфавитный порядок;

    ήρθε η σειρά μου να... — пришла моя очередь; — пришёл мой черёд (разг)...;

    η σειρά σας — ваша очередь;

    κάθε πράγμα στη σειρά του — всему своё время, всё в своё время;

    καθορίζω την σειρά — устанавливать очерёдность;

    παίρνω σειρ — занимать очередь;

    στέκομαι στη σειρά — становиться в очередь, стоять в очереди;

    κατά σειρά — подряд, по порядку, поочерёдно;

    δυό μέρες κατά σειρά — два дня подряд;

    με τη σειρά — по очереди, в порядке очереди, очерёдности, по порядку;

    6) нить, ход мысли; последовательность, логическая связь;

    σειρά ομιλίας — логичность выступления, речи;

    δεν κρατεί ( — или δεν έχουν καμμιά) σειρ αυτά πού λέει — нет никакой последовательности в том, что он говорит;

    7) ход (в карточной игре);
    8) круг, среда (социальная);

    δεν είναι της σειρας μας — он не нашего круга;

    9) род;
    (родовая) линия;

    (από) πατρώα (μητρώα) σειρά — по отцовской (материнской) линии;

    κρατάει από μεγάλη σειρά — он из знатного рода;

    10) мат., хим. ряд;
    11) геол группа;

    § πρώτης σειρδς — первоклассной;

    σειρά σου και σειρά μου — а

    теперь мой очередь;

    βάζω στην ίδια σειρά — ставить в один ряд;

    με την σειρά του — в свою очередь;

    μπαίνω στη σειρά — входить в курс дела;

    μπαίνω σε μιά σειρά — входить в свою колею;

    βγαίνω απ' τη σειρά μου — выйти из колей.

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > σειρά

См. также в других словарях:

  • στέκομαι — και στέκω στάθηκα 1. παραμένω σε κάποια θέση, σταματώ: Στάθηκε σε μια άκρη και παρακολουθούσε τη συζήτηση. – Στάθηκε το τρένο. 2. στέκομαι όρθιος: Στεκόταν και μας κοίταζε πολλή ώρα. 3. αποδεικνύομαι, είμαι: Στάθηκε άτυχος στη ζωή του. – Στάθηκε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… …   Dictionary of Greek

  • μεσεύω — (Α) [μέσος] 1. είμαι ή βρίσκομαι στο μέσο, κατέχω το μέσο μεταξύ δύο («ἡ μὲν αἵρεσις οὕτω γιγνομένη μέσον ἂν ἔχοι μοναρχικῆς καὶ δημοκρατικῆς πολιτείας, ἧς ἀεὶ δεῑ μεσεύειν τὴν πολιτείαν», Πλάτ.) 2. στέκομαι στη μέση («τὸ δὲ τῶν Ἑλλήνων γένος… …   Dictionary of Greek

  • βάθρο — Στη γεφυροποιία β. ονομάζονται τα μέρη εκείνα της γέφυρας όπου εδράζονται τα τόξα. Στην ουσία, χρησιμεύουν για να μεταφέρουν στο έδαφος την πίεση των υπερκειμένων φορτίων. Διακρίνονται, ανάλογα με τη θέση τους, σε ακρόβαθρα ή μεσόβαθρα. Η… …   Dictionary of Greek

  • μένω — (ΑM μένω, Α και μίμνω) 1. στέκομαι σταθερά στην ίδια θέση, παραμένω σε έναν τόπο (α. «μείνε εκεί που είσαι» β. «καὶ τὸ ἐν τῄ ἠπείρῳ στρατόπεδον τῶν Πελοποννησίων κατὰ χώραν ἔμενεν», Θουκ.) 2. διαμένω, παραμένω, διατρίβω, κατοικώ, έχω μόνιμη ή… …   Dictionary of Greek

  • ίστημι — ἵστημι (ΑΜ) 1. τοποθετώ όρθιο κάτι, στήνω («ἔγχος μέν ῥ ἔστησε φέρων πρὸς κίονα» Ομ. Ιλ.) 2. (για ανδριάντες, οικοδομές, τρόπαια) ιδρύω, εγείρω («ἔστησε τρόπαια») μσν. (το μέσ.) ἵσταμαι 1. είμαι όρθιος, στέκομαι 2. (για οικοδομήματα) υψώνομαι,… …   Dictionary of Greek

  • προβολή — Ο όρος χρησιμοποιείται στα μαθηματικά σε διάφορες περιπτώσεις, ιδιαίτερα μάλιστα στη γεωμετρία. 1. Αν ε, η είναι δύο ευθείες, όχι παράλληλες σε ένα επίπεδο Ε, τότε ονομάζεται προβολή ενός σημείου Μ του επιπέδου Ε πάνω στην ευθεία ε παράλληλα με… …   Dictionary of Greek

  • είμαι — (AM εἰμί Α και αιολ. τ. ἐμμί Μ και εἶμαι) 1. υπάρχω, ζω («...ήταν ένας γέρος και μια γριά», «οὐκ ἐσθ οὗτος ἀνήρ οὐδ ἔσσεται» δεν υπάρχει ούτε πρόκειται να υπάρξει) 2. (για πράγματα) υπάρχω, βρίσκομαι) («δεν είναι στάρι φέτος», «ὁ παράδεισος αὐτὸς …   Dictionary of Greek

  • παριστάνω — και παρασταίνω / παριστάνω και παρίστημι και παριστῶ, άω, ΝΜΑ νεοελλ. 1. εικονίζω, εμφανίζω παράσταση, ζωγραφίζω, απεικονίζω (α. «η εικόνα παριστάνει τη Γέννηση τού Χριστού» β. «ανάγλυφον παριστών την Αθηνά») 2. (για ηθοποιούς) υποδύομαι έναν… …   Dictionary of Greek

  • στείχω — και εσφ. γρφ. στίχω Α 1. βαδίζω, περπατώ, πηγαίνω ή έρχομαι (α. «τοὶ μὲν γὰρ ποτὲ πύργους πανδαμὶ πανομιλὶ στείχουσιν», Αισχύλ. β. «εἴ τινά που μετ ὄεσσι λάβοι στείχοντα θύραζε», Ομ. Οδ.) 2. φεύγω, απέρχομαι («στείχωμεν ὡς κώλοισιν ἀμφίβληστρ… …   Dictionary of Greek

  • όνυχας — Ορυκτό που αποτελεί μια ποικιλία του χαλκηδόνιου και μοιάζει με αχάτη. Όπως αυτός, παρουσιάζει ταινίες διάφορων χρωμάτων, που διακρίνονται καθαρά η μία από την άλλη· οι ταινίες αυτές αντιστοιχούν στις διάφορες περιόδους σχηματισμού του ορυκτού… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»